μαγειρειό — μαγειρειό, το και μαγειρείο, το 1. οχώρος όπου μαγειρεύονται τα φαγητά, η κουζίνα: Δουλεύει στο μαγειρείο ενός νοσοκομείου. 2. λαϊκό εστιατόριο, το μαγέρικο: Άνοιξε ένα φτηνό μαγειρείο κοντά στο πανεπιστήμιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
μαγειρικός — ή, ό (AM μαγειρικός, ή, όν) [μάγειρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάγειρο, στο μαγείρεμα ή στο μαγειρείο (α. «μαγειρικά σκεύη» β. «μαγειρικό άλας» το αλάτι που χρησιμοποιείται για το άρτυμα τών φαγητών) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγειρική η … Dictionary of Greek
ελεοδύτης — ἐλεοδύτης, ο (AM) υπηρέτης ή επιστάτης σε μαγειρείο αρχ. επίθετο τών Δηλίων που υπηρετούσαν ως μάγειροι κατά τα Δήλια … Dictionary of Greek
εστιατόριο — το (ΑΜ ἑστιατόριον, Α και ἑστιατόρειον και ιων. ἱστιητόριον και ροδ. ἱστιατόριον) νεοελλ. 1. αίθουσα φαγητού, τραπεζαρία 2. ξενοδοχείο φαγητού, ρεστωράν, μαγειρείο, ταβέρνα αρχ. ο τόπος όπου γίνονται οι εστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το… … Dictionary of Greek
ετοιμοπωλείον — ἑτοιμοπωλεῑον, τὸ (Α) [ετοιμοπώλης] πάπ. μαγειρείο όπου παρασκευάζονται και πωλούνται έτοιμα φαγητά … Dictionary of Greek
εφθοπώλιον — ἑφθοπώλιον και ἑφθοπωλεῑον, τὸ (Α) μέρος όπου πουλούν μαγειρεμένο κρέας και γεν. μαγειρεμένα φαγητά, το μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑφθὸς (< ἕψω «ψήνω) + πώλιον (< πωλις < πωλώ)] … Dictionary of Greek
εψητήριον — ἑψητήριον, τὸ (Μ) [ἕψω] 1. χύτρα 2. (για μοναστήρι) μαγειρείο, ψησταριό … Dictionary of Greek
θερμοπώλιον — θερμοπώλιον, τὸ (Α) μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πώλιον (< πώλης < πωλώ), πρβλ. αρτο πώλιον, παντο πώλιον] … Dictionary of Greek
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek